Με το πέρασμα των χρόνων, αυτό που σήμερα αποκαλούμε «νοητική υστέρηση», έχει αλλάξει πολλά ονόματα, τα οποία εγκαταλείφθηκαν, κυρίως γιατί απέδιδαν στους ανθρώπους μειωτικούς χαρακτηρισμούς με άμεσο αντίκτυπο τον κοινωνικό στιγματισμό εξαιτίας των προκαταλήψεων που επικρατούσαν. Ο επικρατέστερος ορισμός ήρθε το 1983 από τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Νοητικής Καθυστέρησης: «Η νοητική καθυστέρηση αναφέρεται ως μία σημαντικά κάτω από το μέσο όρο γενική νοητική λειτουργία, που συνοδεύεται από ανεπάρκειες στην προσαρμοστική συμπεριφορά (αυτοεξυπηρέτηση, ζωή μέσα στο σπίτι, κοινωνικές δεξιότητες, αυτό-καθοδήγηση, λειτουργικές ακαδημαϊκές δεξιότητες, ψυχαγωγία, υγεία-ασφάλεια, χρήση κοινοτικών υπηρεσιών/ πόρων, εργασία, επικοινωνία) και εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής περιόδου».
Τα αίτια που μπορούν να προκαλέσουν νοητική υστέρηση είναι πολλά και σε αρκετές περιπτώσεις είναι κληρονομικά ή γενετικής προέλευσης, βέβαια, υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις, όπου δεν είναι εύκολο να εξακριβωθεί η ακριβής αιτία που προκάλεσε την συγκεκριμένη αναπηρία, παρά την ιατρική διερεύνηση που έχει γίνει ανά τα έτη. Για πολλά χρόνια επικρατούσαν ποικίλες απόψεις για τα αίτια της νοητικής υστέρησης μεταξύ των οποίων ήταν η κληρονομικότητα ή οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (πολιτισμικές, κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες) με τους οποίους αναπτυσσόταν ένα παιδί. Στην πραγματικότητα όμως, για να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε ένα άτομο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε συνολικά ως προσωπικότητα, διερευνώντας το συγκεκριμένο περιβάλλον στο οποίο ζει και αλληλεπιδρά μ’ αυτό. Επομένως, η ανάπτυξη της νοημοσύνης ενός ατόμου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει, αλλά και από το γενετικό του υλικό.
Εξαιτίας της πολυμορφίας της συγκεκριμένης αναπηρίας είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσει η μέθοδος με την οποία ταξινομούνται τα άτομα που την φέρουν. Η πιο διαδεδομένη μορφή ταξινόμησης της νοητικής υστέρησης είναι ο δείκτης νοημοσύνης. Δεδομένου ότι αφενός ο δείκτης νοημοσύνης αποτελεί ένα μόνο χαρακτηριστικό του ατόμου, αφετέρου από μόνος του δε βοηθάει το εκπαιδευτικό έργο, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία του για τις ικανότητες των νοητικά καθυστερημένων ατόμων. Παρόλα αυτά αποτελεί έναν τρόπο για μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης του ανομοιογενούς αυτού πληθυσμού. Έτσι λοιπόν οι μορφές της νοητικής υστέρησης διακρίνονται ως εξής: ελαφρά, μέτρια, σοβαρή, βαριά και απροσδιόριστη νοητική υστέρηση.
Για να προσεγγίσουμε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση για το άτομο με νοητική υστέρηση χρειάζεται αρχικά να εστιάσουμε απόλυτα στην προσωπικότητα αυτού. Στόχος μας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση η «θεραπεία» αυτού, αλλά η δημιουργία μιας γέφυρας μεταξύ ατόμου και περιβάλλοντος στο οποίο ζει, μέσα από υποστηρικτικές υπηρεσίες που του παρέχονται σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του. Ο εκπαιδευτικός λοιπόν καλείται να αξιολογήσει τις ανάγκες του μαθητή σε σχέση με τον βαθμό της νοητικής του υστέρησης κι έπειτα να καταρτίσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητά του με επιμέρους στόχους με σκοπό την απόλυτη και ταυτόχρονα ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο.
Ιωαννίδου Ευαγγελία
Ειδική Παιδαγωγός Κέντρου Μέριμνας Α.μΕ.Α. Βέροιας